- τοκογλυφικός
- -ή, -ό, Ν(οικον.)1. αυτός που ανήκει στην τοκοφλυφία και στον τοκογλύφο2. φρ. «τοκογλυφικό κεφάλαιο»α) το κεφάλαιο το οποίο δανείζει ο τοκογλύφος με τοκογλυφικό επιτόκιοβ) το σύνολο τών κεφαλαίων τα οποία διακινούν οι τοκογλύφοι μιας οικονομίας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοκοφλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.